-
1 βράχεα
-
2 βραχύς
βραχύς, εῖα (βραχέα Her. 5, 49), ύ, kur z, Ggstz von μακρός z. B. Plat. Phaedr. 267 b; a) von räumlicher Ausdehnung, kurz, klein, βραχὺς μορφάν Pind. I. 3, 71; οἶμος, ὁδός, P. 4, 248. 9, 68; Plat. Phaedr. 272 a; βραχύτερα τοξεύειν Xen. An. 3, 3, 7; βραχὺ πετέσϑαι 1, 3, 5; αἰχμή Her. 5, 49; φάλαγγα βραχυτέραν ποιεῖν Xen. Cyr. 7, 5, 5; ebenso τάξις Pol. 1, 33. – b) von der Zeit, ἔν τινι βραχεῖ χρόνῳ Plat. Legg. III, 698 d; ἐν βραχεῖ, in kurzem, sogleich, Her. 5, 24; Plat. Conv. 217 a. Bes. von der Rede, kurz, λόγος, σκέψις u. ä., Plat.; ἐν βραχεῖ, kurz, mit wenig Worten, Pind. P. 1, 82; ἐν βραχίστοις I. 5, 56; ἐν βραχεῖ λέγειν Soph. El. 637; vgl. O. C. 1581; Eur. Suppl. 556; oft Prosa, ἐν βραχυτέροις λέγειν Plat. Prot. 334 e; ἐν βραχυτάτῳ δηλοῦν Xen. Cyr. 1, 2, 15. Ebenso διὰ βραχέων δηλοῦν Plat. Gorg. 449 a; λέγειν Pol. 1, 15; Luc. Tox. 56; διὰ βραχυτέρων, -τάτων, Plat. Euth. 14 b Gorg. 449 e; κατὰ βραχὺ ἀποκρίνασϑαι Plat. Prot. 329 b; κατὰ βραχύ »allmälig« Thuc. 4, 96; Pol. 3, 88. – c) auf die Zahl gehend, βραχέα μέρη, wenig Theile, Plat. Epin. 981 e; Tim. 47 c πλὴν βραχέων; βραχεῖς τινες ἱππεῖς Pol. 4, 19; gering, unbedeutend, οὐσία Is. 10, 26; Dem. 28, 17; κέρδος Plat. Legg. XI, 921 c; Dem. 14, 32; ἔργον Xen. Cyr. 8, 2, 5; βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον Thuc. 8, 76; λόγοι βραχεῖς Soph. O. C. 294, vom Schol. εὐ τελεῖς erkl.; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Eur. Heracl. 614; πρόφασις I. A. 1180; ἀφορμή Pol. 1, 69; βραχύ, wenig, λωφᾶν Thuc. 6, 12; φροντίζειν Dem. 17, 4. – Compar. βραχύτερος, βραχύτατος; βραχίων VLL.; βράχιστος p.; Beispiele oben. – Die von Aristarch bekämpften Glossographen zogen zu βραχύς als compar. auch die Form βράσσων Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων. οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦϑα κέχρηται τῇ λέξει. Den Anfang des Scholiums schreibt Friedländer so: ἡ διπλῆ ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων, ἀπὸ τοῦ βραχύς. ἀλλ' οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. Vgl. unter βραδύς, βράζω und βράσσων.
-
3 βραχύς
-
4 παρίημι
Aπαρήσω Hdt.7.161
, S. Ant. 1193 : [tense] aor. 1 : [ per.] 3pl. [tense] aor. 2 ; part. : [tense] pf. παρεῖκα (v. infr.) ;παρῆκα Thphr. HP5.3.6
:—[voice] Pass., [tense] aor. 1παρείθην Il.23.868
; inf.παρεθῆναι D.21.105
: [tense] aor. 2 : [tense] pf. :—let fall at the side, let fall,πὰρ δ' ἴεισι τὰ πτέρα Sapph.16
;τὴν χεῖρα παρεικώς Clearch.25
;παρεῖσ' ἐμαυτήν S. El. 819
;π. ἀπ' ὀμμάτων πέπλον E. HF 1203
(lyr.) ;τὸ μάργον τῆς γνάθου Id.Cyc. 310
:—[voice] Pass., ἡ δὲ παρείθη μήρινθος ποτὶ γαῖαν it hung down to earth, Il.23.868.II pass by, pass over, ;π. κλύδων' ἔφιππον S. El. 732
, cf. D.18.263 ;π. τι ἄρρητον Pl.Lg. 754a
:—[voice] Pass.,περὶ μὲν τούτου παρείσθω Plb.2.59.3
.2 pass unnoticed, disregard, τι Pi.P.1.86, Hdt.1.14, A. Ag. 291, Ch. 925, 1032, S. Ant. 1193, etc.;τὰ παθήματα.. παρεῖσ' ἐάσω Id.OC 363
:—[voice] Pass.,παίδων πόθος παρεῖτο Id.El. 545
;μηδαμῇ παρεθῆναι D.21.105
: c. inf., omit to do,παρέντα τοῦ μὲν τὸ φρόνιμον ἐγκωμιάζειν, τοῦ δὲ τὸ ἄφρον ψέγειν Pl. Phdr. 235e
, cf. PCair.Zen.369.2 (iii B.C.), Iamb. Comm.Math.1 : with a neg.repeated,μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι S. OT 283
: c. part.,οὐ παρίει σείων ὁ θεός Paus.3.5.9
: abs.,αἰ δέ κα παρῇ Berl.Sitzb.1927.169
([place name] Cyrene):—[voice] Med., neglect, E. HF 778 (lyr.);τὸν δῆμον D.C.51.5
.3 of Time, let pass,τὸν χειμῶνα Hdt.1.77
;ἕνδεκα ἡμέρας Id.7.183
;νύκτα μέσην Id.8.9
;τὸν καιρόν Th.4.27
, etc.III relax,τοὺς τερθρίους παρίει Ar. Eq. 440
; οἶνος παρίησι weakens, D.L.9.86 ; remit, γόον, πόθον, χόλον, E. Supp. 111, Tr. 650, IA[ 1609] ; give up,μελέτας Th.1.85
; τὸν φελλόν give up the use of.., Thphr.l.c.:—[voice] Pass., to be relaxed, weakened,κόπου δ' ὕπο.. παρεῖται E. Ba. 635
;κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph. 852
;παρειμένος νόσῳ Id.Or. 881
; ; ;σώμασι παρειμέναι E. Ba. 683
;παρειμένα μέρη τοῦ σώματος Dsc.3.73
, cf. Aret. SD1.7, etc.;καὶ δὴ παρεῖται σῶμα E. Supp. 1070
;τῷ λίαν παρειμένῳ Id.Or. 210
;τὰ σώματα παρειμένοι D.S.14.105
;ὥστε καὶ τοῦ σώ ματός τι παρεθῆναι D.C.68.33
.2 τοῦ ποδὸς παρίει slack away the sheet, Ar.Eq. 436 : so perh. metaph., τοῦ μετρίου παρείς letting go one's hold of moderation, i. e. giving it up, S.OC 1212 (lyr.).3 remit punishment,τιμωρίαν Lycurg. 9
([voice] Pass.) ; pardon,τὴν συμφοράν Ar.Ra. 699
:—[voice] Pass., ἐποίησεν παρεθῆμεν ([dialect] Dor. for παρεθῆναι ) secured our release from the obligation, IG42(1).66.47 (Epid., i B.C.): c. gen., (Ilium, iB.C.).IV yield, give up,νίκην τινί Hdt.6.103
, cf. A.Ag. 943 ;τυραννίδα τινί E. Ph. 523
;αὑτοὺς κυμάτων δρομήμασιν Id.Tr. 693
;π. τινὶ τὴν ἀρχήν Th.6.23
, cf. Arist. Pol. 1285b15; οὐδὲ δεῖν δυνάμενον ἄρχειν παριέναι τῷ πλησίον ib. 1325a37 ; leave a thing to another,σοὶ παρεὶς τάδε S. Ph. 132
;Ζεὺς τὰ μικρὰ.. ἄλλοις δαίμοσιν παρεὶς ἐᾷ Trag.Adesp.353
:—[voice] Med., give up, ; resign,στρατηγίαν D.C.39.23
, etc.:—[voice] Pass., [γῆ] παρειμένη left in private ownership, PHib.1.53.5 (iii B. C.).2 permit, allow, c. dat. pers. et inf.,ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν Hdt.7.161
, cf. S. El. 1482, Ar. Eq. 341, Arist. Pol. 1336b29 : c. subj., πάρες ὑπερβῶ suffer me to.., E.Fr. 308 (anap.): abs. (the inf. being understood), S. OC 591, Ar.Eq. 340, Pl.Smp. 199c, etc.; μὴ παρῇς σαυτοῦ βροτοῖς ὄνειδος do not allow them to have cause to reproach thee, S. Ph. 967 ; παρῆκεν, ὥστε βραχέα μοι δεῖσθαι φράσαι has allowed that there should be but little for me to say, Id.OC 570.V allow to pass, admit,οὐδεὶς ὅστις οὐ παρήσει [ἡμέας] Hdt.3.72
, cf. 4.146 ; π. ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους, τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑ., Id.8.15, 9.1 ; Ἄδραστον εἰς γῆν π. E.Supp. 468 ;λόγον π. εἰς τὸ φρουρίον Pl.R. 561b
; μὴ παρίωμεν εἰς τὴν ψυχήν let us not admit [ the thought], Id.Phd. 90e :—[voice] Med., βαρβάρους εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται have admitted them into their very citadels, D.15.15 ; of innkeepers, admit,τοὺς καταλύτας ἡμιασσαρίου Plb.2.15.6
.VI [voice] Med., obtain the leave of a magistrate,παρέμενος τοὺς ἄρχοντας Pl. Lg. 742b
, cf. 951a.2 beg to be excused or let off something, οὐδέν σου παρίεμαι I ask no quarter, Id.R. 341b ; οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν I ask no favour of them, S.OC 1666 ; so παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν I ask pardon.., E. Med. 892 ;τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι Pl. Ap. 17c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρίημι
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek